ονοσφαγία

ονοσφαγία
ὀνοσφαγία, ἡ (Α)
θυσία με σφαγιασμό όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -σφαγία (< -σφαγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο-σφαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀνοσφαγίαι — ὀνοσφαγίᾱͅ , ὀνοσφαγία sacrifice of asses fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”